Η θετική σκέψη σίγουρα δεν εξασφαλίζει ότι όλες μας οι εμπειρίες θα είναι ευχάριστες, ούτε λύνει ως δια μαγείας τα προβλήματα και τις δυσκολίες που – αναπόφευκτα – θα βρεθούν στον δρόμο μας. Η βιβλιογραφία, όμως, δείχνει ότι η θετική σκέψη μάς καθιστά πιο ανθεκτικούς απέναντι στα δυσάρεστα γεγονότα και δημιουργεί τις συνθήκες που χρειάζονται για να ανταπεξέλθουμε, να διατηρήσουμε την ελπίδα μας, να πιστέψουμε ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε, να διαχειριστούμε την κατάσταση και όχι να παραδοθούμε άνευ όρων.
Κατά την εφηβεία τα παιδιά διανύουν μια δύσκολη περίοδο που χαρακτηρίζεται συχνά από αρνητικές σκέψεις και μια γενικότερα απαισιόδοξη στάση και αυτό είναι στα πλαίσια του φυσιολογικού. Εμείς, παρόλο που δεν μπορούμε να το αλλάξουμε ριζικά αυτό από τη μία μέρα στην άλλη, χρειάζεται να βοηθήσουμε στην αναγνώριση των αρνητικών σκέψεων έτσι ώστε, σιγά-σιγά, αυτή η δυσλειτουργική νοητική επεξεργασία να αντικατασταθεί από μία πιο θετική, ωφέλιμη και λειτουργική για τα ίδια τα παιδιά.
Θα μου πείτε: “Ψυχολόγοι είμαστε; Πώς θα βοηθήσουμε τα παιδιά με τις σκέψεις τους;”. Ψυχολόγοι δεν είμαστε όλοι αλλά είμαστε γονείς, που αγαπάμε και νοιαζόμαστε τα παιδιά μας όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, περνάμε μαζί τους περισσότερο χρόνο από ό,τι θα μπορούσε οποιοσδήποτε ειδικός και με λίγη καθοδήγηση είμαστε οι κατεξοχήν κατάλληλοι για να τα υποστηρίξουμε. Όπως το είπε και στο τίτλο του βιβλίου του ο γνωστός ‘Ελληνας ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και συγγραφέας Νίκος Σιδέρης “Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν”!
Η γνωσιακή ψυχολογία, που ασχολείται ιδιαίτερα με τέτοιου τύπου αρνητικές σκέψεις (τις έχει ονομάσει “γνωστικές διαστρεβλώσεις” αφού διαστρεβλώνουν με το έναν ή τον άλλον τρόπο την πραγματικότητα) έχει αναγνωρίσει κάποια μοτίβα, τα οποία φαίνεται να χρησιμοποιούμε όλοι σε έναν βαθμό. Γνωρίζοντάς τα, μπορούμε να εντοπίσουμε ευκολότερα τα λάθη που κάνουμε στο σκεπτικό και τη λογική μας, να τα αμφισβητήσουμε και έτσι να επαναξιολογήσουμε την κατάσταση, καταλήγοντας σε πιο λειτουργικές σκέψεις και αποτελέσματα. Ας δούμε, λοιπόν, τις πιο συνηθισμένες γνωστικές διαστρεβλώσεις:
Διπολική σκέψη: η τάση να βλέπουμε τις καταστάσεις και τα γεγονότα σε “άσπρο ή μαύρο”, δηλαδή σε απόλυτα και συχνά αντίθετα άκρα, χωρίς ενδιάμεσες καταστάσεις και γκρι περιοχές.
Π.χ. “Η φίλη μου δε μου απάντησε στο μήνυμα, φαίνεται ότι δε νοιάζεται καθόλου για μένα” ή “Αν δεν είμαι ο καλύτερος, δεν έχει νόημα να συμμετέχω”.
Καταστροφολογία: η τάση να περιμένουμε τη χειρότερη έκβαση μιας κατάστασης, χωρίς να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις γι’ αυτό.
Π.χ. “Γιατί είπα αυτό το χαζό αστείο; Τώρα κανείς δε θα θέλει να κάνει παρέα μαζί μου” ή “Δεν θα πάω στην οντισιόν για το θεατρικό του σχολείου, δεν πρόκειται να με πάρουν”.
Αυθαίρετα συμπεράσματα: η τάση να καταλήγουμε σε συμπεράσματα χωρίς επαρκή στοιχεία.
Π.χ. “Δε μιλάει πολύ σήμερα ο Γιάννης, μάλλον είναι θυμωμένος μαζί μου” ή “Ξέχασαν να με ενημερώσουν για την αλλαγή στο πρόγραμμα, μάλλον δε με θέλουν στην ομάδα”.
Υπεργενικεύσεις: η τάση να χρησιμοποιούμε ένα γεγονός και να καταλήγουμε σε ένα πολύ ευρύ, γενικό συμπέρασμα. Σε αυτά τα συμπεράσματα θα συναντήσετε συχνά τις λέξεις ”ποτέ” ή “πάντα”.
Π.χ. “Είχα διαβάσει πολύ καλά, αλλά ο καθηγητής ποτέ δε με διαλέγει να πω μάθημα” ή “Ο Γιώργος με πρόσβαλε μπροστά σε όλους, όλα τα αγόρια είναι αναίσθητα”.
“Πρέπει”: η τάση να μας ενδιαφέρει σε μεγάλο βαθμό τι “πρέπει” να γίνει, τι θα “έπρεπε” να κάνουμε, πως θα “έπρεπε” να συμπεριφερθούμε ή να μας συμπεριφερθούν. Η λογική αυτή μας περιορίζει και μας φορτίζει συναισθηματικά.
Π.χ. “Δεν έπρεπε να το πω αυτό” ή “Έπρεπε να με υπερασπιστεί κάποιος”.
Λανθασμένοι χαρακτηρισμοί: η τάση να χρησιμοποιούμε ένα μεμονωμένο γεγονός για να δώσουμε έναν ευρύ, γενικευμένο χαρακτηρισμό.
Π.χ. “Δεν έγραψα καλά στο τεστ…είμαι ηλίθιος” ή “Δε με ρώτησε πώς είμαι…είναι εγωίστρια”.
Η αναγνώριση τέτοιων μοτίβων στη σκέψη μας και στη σκέψη των παιδιών είναι ένα άριστο πρώτο βήμα για τη διόρθωσή τους και κατ’ επέκταση για την πιο λειτουργική ερμηνεία γεγονότων και καταστάσεων. Γιατί ό,τι κι αν συμβαίνει, όποια κι αν είναι η κατάσταση, όποια κι αν είναι η πραγματικότητα, η δική μας ερμηνεία είναι τελικά αυτή που θα μας επηρεάσει ψυχολογικά και συναισθηματικά.
Ας βοηθήσουμε τα παιδιά να σκέφτονται με έναν τρόπο που τα βοηθά να αντέξουν, να ανταπεξέλθουν, να αισθάνονται θετικά και όμορφα για τον εαυτό τους και τη ζωή τους!
Στο επόμενο άρθρο θα αναφερθούμε στο 2ο βήμα για να βοηθήσουμε τα παιδιά με τις αρνητικές και απαισιόδοξες σκέψεις, τον αυτοέλεγχο!